Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἑνὶ λόγῳ

См. также в других словарях:

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Παλιουρίτης, Γρηγόριος — Ιερομόναχος και λόγιος από τα Ιωάννινα. Έζησε το δεύτερο μισό του 18ου αι. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε από έναν καλόγηρο της μονής Παλιουρής της Ηπείρου και έπειτα φοίτησε στη Μπαλαναία σχολή και στη σχολή του Ψαλλίδα στα Ιωάννινα. Το 1805, ο Π.… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • NOCTUA — Hebr. Thinsemeth, tamquam stupendae et mirabilis iis scil. aviculis, quas stupore perculsas ad se convertit. Insolitâ enim eius forma reliquae aves obstupescunt: quam sic describit non illepidâ fabellâ Gregor. Nazianzenus, Carm. 22. Τὴν γλαῦκ᾿… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… …   Dictionary of Greek

  • σαφηνής — (I) ές, ΝΑ, και δωρ. τ. σαφανής Α σαφής («λόγος κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ στάσις», Σοφ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνές η απλή και καθαρή αλήθεια. επίρρ... σαφηνῶς και ιων. τ. σαφηνέως Α (συν. με λεκτικά ρήματα) με σαφήνεια, με βεβαιότητα.… …   Dictionary of Greek

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»